- χοροποιία
- χοροποιίᾱ , χοροποιίαinstitutionfem nom/voc/acc dualχοροποιίᾱ , χοροποιίαinstitutionfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοροποιΐα — ἡ, Α [χοροποιός] η συγκρότηση και η διάταξη χορού … Dictionary of Greek